- ζωοειδής
- ης, ες подобный животному
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοειδής — ές (Μ ζῳοειδής, ές) ο όμοιος με ζώο στη μορφή ή στον νου, ζωόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ό) (ΙΙ)* + ειδης* (< είδος)] … Dictionary of Greek
ζωοειδῆ — ζωοειδής like an animal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζωοειδής like an animal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζωοειδής like an animal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοειδεῖς — ζωοειδής like an animal masc/fem acc pl ζωοειδής like an animal masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
zooide — (Del gr. zoon, animal + eidos, forma.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Individuo que forma parte de un cuerpo con organización colonial y cuya estructura es variable, según el papel fisiológico que deba desempeñar en el conjunto. * * * zooide… … Enciclopedia Universal
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωόμορφος — η, ο (Α ζῳόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, δύσ μορφος] … Dictionary of Greek
zooide — (Del gr. ζῳοειδής, semejante a un animal). m. Zool. Individuo que forma parte de un cuerpo con organización colonial y cuya estructura es variable, según el papel fisiológico que deba desempeñar en el conjunto … Diccionario de la lengua española